TRANSLATE


English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ


ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Από το Blogger.
Όλοι οι Άγιοι της εκκλησίας μας άγιασαν για κάποιο λόγο, ως επί το πλείστον για τα μαρτύρια που υπέστησαν προασπίζοντας την πίστη.
Ο δικός μας Άγιος όμως, έχει την ιδιαιτερότητα, ότι υπερβαίνοντας την ανθρώπινη φύση συγχώρησε και φυγάδευσε τον φονιά του μονάκριβου αδελφού του, όταν εκείνος κυνηγημένος από τα διωκτικά όργανα της εποχής ζήτησε την βοήθειά του φτάνοντας στην Μονή της Αναφωνήτριας στην ορεινή Ζάκυνθο όπου ασκήτευε.
Είναι ο Άγιος της Συγγνώμης!


Η Ζάκυνθος, εκείνον τον καιρό, αρχές Αλωνάρη 1571, αγωνιούσε από την απειλή ενός γενικού εξανδραποδισμού. Ο τόσο γνώριμος στους κατοίκους εφιάλτης των τουρκικών επιδρομών άπλωνε τώρα βαρειά τη σκιά του σ’ ολόκληρο το Νησί. Περισσότερα από τριακόσια πενήντα τουρκικά πλοία, με την αρχηγία του τρομερού αρχιπειρατή Ουλουτζαλή, αφού έζωσαν ασφυκτικά όλα τα παράλια, έβγαλαν στην ξηρά δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνούς, που έκαιγαν, λεηλατούσαν και σκότωναν. Η εισβολή απέβλεπε στην κατάληψη των αμυντικών προπυργίων του Νησιού και, ιδιαίτερα, του Κάστρου (Τέρρας). Οι Ζακυνθινοί, όμως, με την εμψυχωμένη καθοδήγηση του Προβλεπτή Παύλου Κονταρίνη, έδειξαν ηρωική άμυνα και απέκρουσαν όλες τις λυσσασμένες επιθέσεις των Αγαρηνών εναντίον του Κάστρου. Ανδραγάθησαν τότε πολλοί Ζακυνθινοί, όπως ο ιερωμένος Κωνσταντίνος Κουτούβαλης και ο γιος του Νικόλαος, ο Γεώργιος Μινώτος, οι Βλαστός, Κοκκάλας, Μονδίνος και άλλοι, που κυνήγησαν τους Αγαρηνούς έως τα πλοία τους. Ο Ουλουτζαλής, αφού έκαψε τον Αιγιαλό και πολλά χωριά, υποχρεώθηκε να λύση την πολιορκία του Κάστρου και να φύγει ντροπιασμένος με τα πλοία του από τη Ζάκυνθο. Η φοβερή αυτή επιδρομή των Αγαρηνών στη Ζάκυνθο κράτησε, σχεδόν, δεκαπέντε ημέρες.

Ύστερ’ από δύο μήνες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, κοντά στα νησιά των Εχινάδων, βρέθηκαν αντιμέτωποι οι στόλοι των συμμάχων Χριστιανικών δυνάμεων και των Αγαρηνών, κάπου πεντακόσια πλοία πολεμικά. Εκεί, ήταν πεπρωμένο να γίνει η κοσμοϊστορική ναυμαχία του Έπαχτου, στις 7 του Οκτώβρη 1571, που έκρινε και την τύχη της Ευρώπης. Η νίκη των Χριστιανικών δυνάμεων υπήρξε αποφασιστική για την εξουδετέρωση της τουρκικής απειλής και η Ζάκυνθος, όπως τόσοι άλλοι τόποι, άρχισε ν’ αναπνέει μ’ ένα αίσθημα σιγουριάς για το αύριο. Η Ζάκυνθος πανηγύρισε τότε λαμπρά την απολύτρωση από τον εφιάλτη των τουρκικών επιδρομών στα γαλανά νερά του Ιονίου. Ωστόσο, η σιγουριά τούτη κράτησε μόνο για λίγο. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο τρομερός εφιάλτης ξαναζωντάνεψε!
Τον Ηγούμενο της Αναφωνήτριας βλέπουμε ν’ αναφέρεται σε δύο συμβόλαια, της 16 και 17 Νοεμβρίου 1570 (συμβολαιογράφος Ζακύνθου Ν. Δόριζας), όπου παραχωρεί το μετόχι της Μονής Στροφάδων της Παναγίας στα Παβιολάτα (ή Γοργοεπήκοον) Κεφαλονιάς στον Κ. Παβιόλον, για τρία χρόνια, και τον κάνει συγχρόνως επίτροπό του. Από τότε και μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου 1572, που τον βρίσκουμε σε ανέκδοτο έως τώρα συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Λ. Πλατυπόδη, η παρουσία του δε μαρτυρείται σε κανένα ως τώρα γνωστό έγγραφο.

Η εισβολή τού Ουλουτζαλή στη Ζάκυνθο βρήκε το Δανιήλ πιθανότατα στο ερημητήριό του της Αναφωνήτριας. Όπως αναφέρει το «Χρονικό Γεωργιλά», μια ομάδα εισβολέων έφθασε ως το διπλανό από την Αναφωνήτρια μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών. Οι άπιστοι, αφού λεηλάτησαν το μοναστήρι, αιχμαλώτισαν δύο καλογέρους του. Θα πρέπει να φαντασθούμε ότι εκείνες τις στιγμές, ο Ηγούμενος και οι καλόγεροι της Αναφωνήτριας, αφού έκρυψαν τις ιερές εικόνες και τα σκεύη, κλείστηκαν μέσα στον αρχαίο πύργο του μοναστηριού, που σώζεται ακόμα πλάι στην εκκλησία. Οι άπιστοι, όμως, έφυγαν από το λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου, όπου, ασφαλώς, είχαν αποβιβασθή, χωρίς να προχωρήσουν στην Αναφωνήτρια ή τη γύρω της περιοχή.

Ο Ηγούμενος της Αναφωνήτριας έζησε κι αυτός, μαζί με όλους τους συμπολίτες του, το τραγικό δεκαπενθήμερο της εισβολής των Αγαρηνών. Και στις δύσκολες εκείνες στιγμές, μέσα στο Άγιο Βήμα της Αναφωνήτριας, ο Ηγούμενος Δανιήλ Σιγούρος, απόγονος μιας ηρωικής πολεμικής οικογένειας κρατώντας, αντί ξίφος και φονικά όπλα, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, δεήθηκε με θερμά ικετήρια δάκρυα και ακλόνητη Πίστη για την απολύτρωση και σωτηρία του Νησιού του. Και το θαύμα έγινε και το Κάστρο της Ζακύνθου δεν έπεσε κι οι άπιστοι έφυγαν ελεεινοί και ντροπιασμένοι. Πόσα θαύματα έγιναν και γίνονται πάντα, χωρίς να μάθη ποτέ κανείς ποιος τα έκαμε! Κι όμως, πολλά από τα θαύματα του Αγίου Διονυσίου είναι γνωστά πια κι υπάρχουν γι’ αυτά όλες οι επίσημες και αδιάψευστες μαρτυρίες.
Η απολύτρωση της Ζακύνθου από τους Αγαρηνούς γιορτάστηκε στον Αιγιαλό και το Κάστρο, με λιτανείες αγίων Εικόνων, με ποιήματα και υπαίθριες αλληγορικές παραστάσεις. Οι ποπολάροι άρχισαν αμέσως να ξαναχτίζουν τα καμένα σπίτια του Αιγιαλού και της εξοχής. Βούιζε όλος ο τόπος από τραγούδια και χαρές. Οι άρχοντες πάνω στο Κάστρο έβγαλαν ένα προκλάμο, που προκαλεί αληθινά ρίγη συγκινήσεως ως τη στιγμή αυτή! Ούτε λίγο ούτε πολύ, ανήγγειλαν ότι θα γιόρταζαν τα επινίκια της Ζακύνθου με θεατρική παράσταση, όπου θα διδάσκονταν από νέους ευγενείς οι «Πέρσες» του Αισχύλου!
Η ναυμαχία του Έπαχτου, τρεις μήνες αργότερα, υπήρξε το κορύφωμα του θαύματος και της απολύτρωσης του Νησιού από τον απαίσιο βραχνά της κραυγής: – Έρχονται οι Αγαρηνοί!
Οι Ζακυνθινές γαλέρες, που πήραν μέρος στη ναυμαχία, είχαν αράξει τώρα στο νησάκι του Αγίου Νικολάου του Μώλου. Ο κόσμος, από τα μουράγια, χάζευε ώρες ολόκληρες μπροστά τους! -Να η γαλέρα της Κοινότητας, που έχει σοπρακόμιτο τον ήρωα της ναυμαχίας του Έπαχτου, Αντώνιο Κουτούβαλη! Δίπλα της λικνίζεται από το πέλαγος η γαλέρα του Νικολάου Μονδίνου «Η Παναγία».

Λίγο μακρύτερα, ολομόναχη και περήφανη, λουσμένη στις τελευταίες ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου, η περίφημη γαλέρα ενός ήρωα της ναυμαχίας, του Μαρίνου Σιγούρου, συγγενή τού Ηγουμένου της Αναφωνήτριας, η «Ιουδήθ», που το ακροστόλιό της σώθηκε και στολίζει σήμερα την είσοδο του μαυσωλείου του Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου! Ασίγαστες, από τώρα και για πολλές ημέρες, οι καμπάνες των εκκλησιών. Ο Αιγιαλός, το Κάστρο και οι εξοχές ανάπνευσαν και μπορούν να κοιτάζουν άφοβα το πέλαγος!
Ο Δανιήλ επιβλέπει για όλες τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μοναστηριών του, ενώ πηγαινοέρχεται από τη Ζάκυνθο στα Στροφάδια. Παράλληλα, διψά για ειρήνη και αγάπη για όλους! Η ψυχή του, άγρυπνη, βρίσκεται παντού και δεν παραλείπει ποτέ κανένα από τα χρέη της. Οδηγός της είναι πάντα ο Εσταυρωμένος. Η προσευχή μαζί με την πράξη, ο ασκητισμός μαζί με την άσβηστη φλόγα της Αγάπης! Είναι όπτης και μύστης του αόρατου πνευματικού κόσμου, της Βασιλείας των Ουρανών! Βλέπει και ακούει στην ερημιά των Στροφάδων και της Αναφωνήτριας τα κρυμμένα μεγαλεία του Θεού, τους χορούς των αγγέλων και τους ύμνους των πνευμάτων! Κι η ψυχή του, η αγγελικά πλασμένη, αλλά και θεληματικά δοσμένη στη γήινη δοκιμασία για τη δόξα του Πλάστη και Δημιουργού της, συμμετέχει μαζί τους στην υπερούσια μουσική της Αφθαρσίας! Ας τον παρακολουθήσουμε, όμως, εδώ στην επίγεια ζωή του, πριν ακόμα επιχειρήσουμε, ανάξιοι και ταπεινοί, να εγγίσουμε, «μετά φόβου Θεού και Πίστεως», τη μυστική ζωή του Ιεράρχη!

Την 9 Νοεμβρίου 1573, συμφωνεί με το Νούτσο Ραζή, από το χωριό Πισινόντας, για 54 μόδια κριθάρι. Όπως ανέφερε το κατεστραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Κ. Βουτσανέση, ο Νούτσος Ραζής κατείχε σ’ εδαφονομή μέρος χωραφιού στην τοποθεσία Λούμπα του Λαγανά, που είχε πάρει από τον πατέρα του Αγίου Διονυσίου, στα 1559. Ο Νούτσος Ραζής συμφώνησε «μετά του ευγενούς οσιωτάτου ιερομονάχου του κατά κόσμον Σιγούρου και καθηγουμένου της αγίας μονής της Αναφωνήτριας και μετά του αδελφού αυτού μισέρ Κωστή Σιγούρου κ.λπ.». Επίσης, την 8 Αυγούστου 1574, «ο Δανιήλ ο ιερομόναχος το επίκλην Σιγούρος, καθηγούμενος της Μονής της Αναφωνήτριας», έδωσε στο Γεώργιο Σταματίου Βλασσόπουλο ένα χωράφι του στην τοποθεσία Λούρος του χωριού Καλαμάκι (συμβολαιογράφος Ζακύνθου Α. Λογοθέτης). Την 13 Σεπτεμβρίου 1574, ο Ηγούμενος της Αναφωνήτριας έδωσε στον Σταμάτη Κρόκο ένα χαλαίπεδο «στον Αιγιαλόν Ζακύνθου εν τη τοποθεσία των Σιγουραίων», όπως αναφέρει το ανέκδοτο έως τώρα συμβόλαιο της εποχής, του συμβολαιογράφου Ν. Δόριζα, που, ευτυχώς, διασώθηκε αντίγραφό του.

Την 27 Φεβρουαρίου 1575, συντάσσεται, από το συμβολαιογράφο Ζακύνθου Ν. Παπαγιαννόπουλο, προικοσύμφωνο μεταξύ του Κωνσταντίου Νουκίου Σιγούρου και της Σταματούλας Θεοδώρου Παΐδη, από την Κορώνη. Το προικοσύμφωνο υπογράφεται από τον Αγιο Διονύσιο, που συμφωνεί να γίνει ο γάμος του αδελφού του, ως εξής: «δανιήλ ιερομόναχος και καθηγούμενος βεβεώνω τα άνοθεν και υπόγραψα».

Την 7 Ιουλίου 1576, ο Ηγούμενος της Αναφωνήτριας Δανιήλ Σιγούρος παρουσιάστηκε στο συμβολαιογράφο Ζακύνθου Ι. Γαβριηλόπουλο και όρισε, μπροστά σε μάρτυρες, γενικό επίτροπό του τον οικονόμο του ίδιου Μοναστηριού, Φιλόθεο Τρομπέτα, στον οποίο έδωσε απόλυτη εξουσία και ελευθερία,«ίνα δύναται, εξ ονόματος αυτού, να λαμβάνη και ζητή παρ’ οιουδήποτε έχοντος δοσοληψίας μετά του Ιεράρχου παν είδος πιστώματος, ιδία δε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα της Μονής εκ της αδίκου ενοχλήσεως, της προσγιγνομένης αυτή υπό του διαχειριστού της Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου των Χαρίτων και να χαίρηται πλήρη δικαιοδοσίαν, όπως ενάγη εις τα δικαστήρια τους οφειλέτας και τα τοιαύτα». Από το συμβόλαιο αυτό φαίνεται ότι ο Δανιήλ ήθελε να μείνει αρκετόν καιρό στα Στροφάδια.

Την 16 Ιουνίου 1577, ο οικονόμος Στροφάδων και, συγχρόνως, εξουσιαστής της Μονής Αναφωνήτριας, Φιλόθεος ο Τρομπέτας, «με θέλημα του ηγουμένου της Αναφωνήτριας, ο οποίος θέλει να υπογράψει με το χέρι του, ήγουν ο ηγούμενος ο κύρις δανιήλ το κατ’ επίκλησιν σιγούρος…», ήλθε σε συμβολαιογραφική συμφωνία με το Γεώργιο Παπαγεωργόπουλο, για κάποιο περιουσιακό ζήτημα του Μοναστηριού (Συμβολαιογράφος Ζακύνθου Ι. Δρακόπουλος). Από το συμβόλαιο αυτό, προκύπτει ότι ο Δανιήλ απουσίαζε από τη Ζάκυνθο και θα επέστρεφε σύντομα. Και πραγματικά, σε λίγο καιρό (άγνωστο ποια ημερομηνία), ο Δανιήλ ήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, προκειμένου ν’ αναχωρήσει από εκεί για προσκύνημα του Αγίου Τάφου.

Δεν είναι γνωστό ακριβώς πώς βρέθηκε ο Δανιήλ στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Οι Συναξαριστές αναφέρουν ότι έφθασε από τη Ζάκυνθο στις Κυκλάδες, αναζητώντας πλοίο για την Παλαιστίνη και από εκεί πήγε στον Πειραιά, για το σκοπό αυτό. Απεναντίας, ο Αρχιεπίσκοπος και ιστοριοδίφης Νικόλαος Κατραμής υποστηρίζει ότι ο Δανιήλ βρέθηκε στην Αθήνα, εξ αιτίας της πειρατείας, η οποία τον ανάγκασε να ματαιώσει το ταξίδι του στην Παλαιστίνη. Η εκδοχή αυτή φαίνεται πιθανότερη. Οπωσδήποτε, είτε γιατί αναζητούσε πλοίο είτε γιατί δε μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του, εξ αιτίας των πειρατών, ο Δανιήλ ήλθε το καλοκαίρι του 1577 στην Αθήνα, όπου σχετίσθηκε με τον ευπαίδευτο και φημισμένο για τις αρετές του Αρχιεπίσκοπο Νικάνορα (1570 – 1592). Ο Δανιήλ ανέβηκε πιθανότατα στην Αθήνα, για να προσκυνήση τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Νικάνορα και να χαιρετίση την οικογένεια των αρχόντων Μπενιζέλων. Οι οικογένειες Σιγούρου και Μπενιζέλων είχαν στενό φιλικό σύνδεσμο και, μάλιστα, ύστερ’ από λίγα χρόνια συγγένεψαν.

Ο Νικάνωρ, επιβλητική μορφή σοφού και καλλιεργημένου Ιεράρχη, ενθουσιάστηκε από τη γνωριμία του Ζακυνθινού Ηγουμένου. Η ευσέβεια και η απλότητα του Δανιήλ, η άριστη θεολογική κατάρτισή του, ο ταπεινός χαρακτήρας και η ασύγκριτη ευγένεια των τρόπων, έδειχναν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα σπάνια ιερατικά χαρίσματα και τις αρετές του αρχοντικού γόνου της Ζακύνθου. Έτσι, ο Νικάνωρ τού πρότεινε αμέσως να τον χειροτονήσει Αρχιεπίσκοπο Αίγινας, Ύδρας, Πόρου και Αγκιστρίου, όπως απαρτιζόταν η εκκλησιαστική περιφέρεια Αίγινας – Πόρου, η οποία ανήκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η Αρχιεπισκοπή τής Αίγινας, όπως είναι γνωστό, εξαρτώμενη από τη Μητρόπολη Αθηνών, εκείνο τον καιρό εσχόλαζε. Ο Δανιήλ αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι οι δυνάμεις του δεν του επέτρεπαν ν’ αναλάβει ένα τόσο βαρύ αξίωμα. Ο Νικάνωρ, όμως, επέμεινε και αγωνίσθηκε, μάλιστα, για να πείσει το Δανιήλ ν’ αναλάβει το Θρόνο της Αίγινας. Τελικά, τα κατάφερε. Έτσι, όταν βγήκε η επίσημη άδεια της Μεγάλης Εκκλησίας (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν τότε ο Ιερεμίας ο Β΄), ο Νικάνωρ χειροτόνησε ο ίδιος το Δανιήλ, μαζί με άλλους δύο Επισκόπους, υπαγόμενους στη Μητρόπολη Αθηνών, στην εκκλησία της Παναγίας Γοεργοεπηκόου (μετέπειτα Αγιος Ελευθέριος, πλάι στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών). Στη χειροτονία, ο Νικάνωρ έδωσε στο Δανιήλ το όνομα Διονύσιος, τιμώντας, έτσι, τον Πολιούχο Αθηνών Αγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ένας ακόμα μεγάλος δεσμός, ο ιερότερος και πολυτιμότερος, είχε πια σφραγιστεί στις μακραίωνες σχέσεις Αθηνών και Ζακύνθου.

Η Αίγινα ήταν ερημωμένη, σχεδόν, ύστερ’ από την επιδρομή του Βαρβαρόσα και τη σφαγή των κατοίκων (1537), όταν οι Τούρκοι έδιωξαν από το Νησί τους Βενετούς. Οι ελάχιστοι Αιγινήτες, που γλίτωσαν από τη σφαγή, τον εξανδραποδισμό και τη φωτιά, είχαν καταφύγει στα βουνά. Στα επόμενα σαράντα χρόνια, πήγαν στην Αίγινα σαν άποικοι κάμποσοι δραστήριοι άνθρωποι από άλλους γειτονικούς τόπους. Έτσι, το ερημωμένο, αλλά όμορφο Νησί άρχισε να ξαναγεννιέται από τη στάχτη του. Η Αίγινα παρουσιάζει στην Ιστορία της μεγάλη συγγένεια με τη Ζάκυνθο, όχι μόνο εξ αιτίας της Αρχιερατείας του Αγίου Διονυσίου, αλλά και γιατί και τα δύο Νησιά είχαν ανέκαθεν, στη μακραίωνη ζωή τους, την ίδια κοινή μοίρα της ολοκληρωτικής καταστροφής κι ύστερα της αναγέννησης! Όταν ξαναγύρισε η ζωή στην Αίγινα, η Ορθόδοξη Εκκλησία ετοιμάστηκε να επανιδρύσει τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο του Νησιού. Και ο Νικάνωρ, όπως είδαμε, βρήκε αμέσως στο πρόσωπο του Ηγουμένου της Ζακύνθου τον άξιο Ιεράρχη της αναγεννημένης Αίγινας.

Η γνωστή άποψη, ότι η ορθόδοξη επισκοπή της Αίγινας, από τα 1204 ως την αρχιερατεία του Διονυσίου Σιγούρου (1577 – 1578) εσχόλαζε, αποδεικνύεται, από το Ημερολόγιο του Marino Sanuto, εσφαλμένη. Έτσι, μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι ύστερ’ από την εγκατάσταση των Βενετών στην Αίγινα (1451), επετράπη και η εγκατάσταση ορθόδοξου Αρχιεπισκόπου στο Νησί. Άρα, ο Διονύσιος Σιγούρος δεν ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Αίγινας, όπως πιστεύεται απ’ όλους, αλλά υπήρξε ο πρώτος ύστερ’ από την καταστροφή του Βαρβαρόσα (1537). Δηλαδή, ο Θρόνος της Αίγινας εσχόλαζε από το 1537 μέχρι το 1577, ακριβώς σαράντα χρόνια.

Η αρχιερατεία του Διονυσίου Σιγούρου στην Αίγινα κράτησε από τα τέλη του 1577 μέχρι τα μέσα ή τέλη του 1578. Ο Διονύσιος αγάπησε την Αίγινα και τους Αιγινήτες. Παραστάθηκε σαν αληθινός πνευματικός πατέρας σ’ όλες τις ανάγκες και τους σκληρούς αγώνες των αποίκων και των ελάχιστων αρχικών κατοίκων της Παληαχώρας της Αίγινας. Η ανάμνηση της φρικτής τραγωδίας ήταν ακόμα ολοζώντανη στις μνήμες του Νησιού. Ο Διονύσιος ενέπνεε, στήριζε, καθοδηγούσε, άνοιγε ορίζοντες σε κάθε ζωή! Οι λιγοστοί Αιγινήτες της Παληαχώρας τον αγαπούσαν και τον ελάτρευαν κι αντλούσαν από τα ευλογημένα θαυματουργά χέρια του την ελπίδα και το θάρρος για ένα καλύτερο αύριο. Η αρχιερατική παρουσία του Διονυσίου στην Αίγινα ήτανε Φως και Ζωή! Ένας καινούριος κόσμος ημεράδας και αγάπης είχε ανατείλει στην τρομακτική εκείνη πλαγιά τού εξανδραποδισμού και της σφαγής! Στην Επισκοπή της Παληαχώρας της Αίγινας, υπάρχει ακόμα, έξω από την πόρτα της εκκλησίας, ο πέτρινος θρόνος, όπου, ύστερ’ από τον εκκλησιασμό, καθόταν ο Διονύσιος και μοίραζε το αντίδωρο στους πιστούς. Ο Διονύσιος είχε εγκατασταθεί στο διπλανό από την Επισκοπή κελί, όπου σήμερα διασώζεται η μεταγενέστερη συγκινητική επιγραφή, εκδήλωση αιώνιας λατρείας των Αιγινητών στον Ιεράρχη τους: Προς τιμή του Αγ. Διονυσίου, ανακινούμε το σπίτι του. Ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος λειτουργούσε στην εκκλησία της Επισκοπής σ’ όλο το διάστημα της Αρχιερατείας του στην Αίγινα.

Ύστεραπό ένα χρόνο, έφυγε ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος από την Αίγινα, αφού πρώτα νουθέτησε κ’ ευλόγησε τους Αιγινήτες. Υπήρχε, βέβαια, η νοσταλγία του Διονυσίου για την ερημιά των Στροφάδων και της Αναφωνήτριας, κι ακόμα η ασίγαστη επιθυμία να υπηρετήσει τον ιερό σκοπό της ψυχικής σωτηρίας των συμπολιτών του. Ωστόσο, πάνω από κάθε προσωπικό αίσθημα ή εσωτερική ανάγκη, ο Διονύσιος έβαζε πάντα το καθήκον, τα ιερά πνευματικά του χρέη. Ακριβώς αυτά, στη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, τον υποχρέωναν, όπως φαίνεται, ν’ αφήσει την Αίγινα. Την εύλογη εξήγηση, μας τη δίνει ο Πάνος Κ. Καλλιγάς: «Η αρχιεπισκοπή ουσιαστικώς ήτο άνευ ποιμνίου, υπάρχουσα μόνον ονομαστικώς, μη δυναμένη δε να επαρκέση εις τας προς την προϊσταμένην αυτής εκκλησιαστικήν αρχήν υποχρεώσεις και του αρχιεπισκόπου τας ανάγκας. Δια τον αρχιεπίσκοπον τούτον, τον τόσον ευσυνείδητον και ευθύν τον χαρακτήρα, η παραμονή εις τον θρόνον κατέστη μαρτύριον και το 1579 (γράφε 1578) παρητήθη προς μεγάλην θλίψιν των Αιγινιτών, μεθ’ ο επανήλθεν εις Ζάκυνθον και εγκατεστάθη πάλιν εις τη Μονήν της Αναφωνήτριας…».

Έτσι, ο Αγιος Διονύσιος, φεύγοντας ως Ηγούμενος από τη Ζάκυνθο, το καλοκαίρι του 1577, με σκοπό να φθάσει στους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει τον Τάφο του Χριστού, επέστρεφε τώρα χωρίς να εκπληρώσει την ιερή αυτή επιθυμία, επωμισμένος συγχρόνως και το βαρύ αξίωμα του Αρχιεπισκόπου. Ο Ιεράρχης έβλεπε μέσα στην ψυχή του καθαρά όλες τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του αξιώματός του, όχι μόνο απέναντι των συμπολιτών του, αλλά και απέναντι της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

0 σχόλια:

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚOI

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚOI
ΣΤΑΘΜΟΙ

Αναζήτηση

Συνολικές προβολές σελίδας

ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ